- κυνοβάτης
- κυνοβάτης, ὁ (AM)ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, σχοινο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
κυνοβάμων — κυνοβάμων, όνος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κυνοβάτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ό)* + βάμων (< βαίνω), πρβλ. ετερο βάμων, ουρανο βάμων] … Dictionary of Greek